κροτητά

κροτητά
κροτητός
stricken
neut nom/voc/acc pl
κροτητά̱ , κροτητός
stricken
fem nom/voc/acc dual
κροτητά̱ , κροτητός
stricken
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κροτητός — κροτητός, ή, όν (Α) [κροτώ] 1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά α) είδη γλυκισμάτων β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ 3. φρ. α) «κροτητὰ… …   Dictionary of Greek

  • ήμορος — ἤμορος, ον, θηλ. και ήμορίς (Α) αμέτοχος, άμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό, με ιων. μα , κρότητα + μόρος «τμήμα μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος άμοιρος, το θηλ. ημορίς κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρότητα — μῑκρότητα , μικρότης smallness. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμικρότητα — σμῑκρότητα , μικρότης smallness. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”